κομπῶν

κομπῶν
κομπάζω
boast
fut part act masc voc sg
κομπάζω
boast
fut part act neut nom/voc/acc sg
κομπάζω
boast
fut part act masc nom sg (attic epic ionic)
κομπέω
ring
pres part act masc nom sg (attic epic doric)
κομπός
masc gen pl
κομπόω
pres part act masc voc sg (doric aeolic)
κομπόω
pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic)
κομπόω
pres part act masc nom sg
κομπόω
pres inf act (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κομπῶν — Κομπέω ring pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμπων — κόμπος din masc gen pl κομπόω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κομπόω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • εξαμμάτιση — η (Α ἐξαμμάτισις) [εξαμματίζω] νεοελλ. ναυτ. το λύσιμο τών αμμάτων, τών κόμπων, το ξεμμάτισμα αρχ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εξαμματίζω, η επίδεση ή σύνδεση με άμμα, με κόμπο …   Dictionary of Greek

  • μετάρσιος — α, ο (ΑΜ μετάρσιος, ον, θηλ. και α, Α δωρ. τ. πεδάρσιος, ον) αυτός που αιωρείται ψηλά στον αέρα, αυτός που έχει υψωθεί πάνω από το έδαφος («ἐσπᾱτο γὰρ πέδονδε καἰ μετάρσιος», Σοφ.) μσν. το ουδ. ως ουσ. τo μετάρσιον ο εξώστης, το μπαλκόνι αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • Κορώνης, δήμος — Νέος δήμος (5.067 κάτ.) του νομού Μεσσηνίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Κορώνης, Ακριτοχωρίου, Βασιλιτσίου, Βουναρίων, Καπλανίου, Κόμπων, Υαμείας, Φαλάνθης, Χαρακοπείου και Χρυσοκελλαριάς, οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”